ῥιπίδι

ῥιπίδι
ῥῑπίδι , ῥιπίς
fan for raising the fire
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Rhipidure hochequeue — Rhipidure hochequeue …   Wikipédia en Français

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κύμβη — (I) η (AM κύμβη) νεοελλ. ναυτ. 1. κοντή και πλατιά βάρκα που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων 2. πτυσσόμενη βάρκα τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο σκελετός της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν …   Dictionary of Greek

  • ριπίδα — η / ῥιπίς, ίδος, ΝΜΑ το ριπίδιο, η βεντάλια μσν. λειτουργικό ριπίδιο, εξαπτέρυγο αρχ. 1. φυσητήρι για την αναρρίπηση τής φλόγας, για το δυνάμωμα τής φωτιάς («ἐρεθιζόμενος οὐρία ῥιπίδι», Αριστοφ.) 2. ῥιπίρ* 3. (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ σκέλους τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ανεμιστήρι — το ιού, φτερό, ριπίδι, βεντάγια, χειροκίνητο όργανο με το οποίο αερίζει ή αερίζεται κανείς: Μερικά ανεμιστήρια είναι πανάκριβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”